- ἀποδιοπομποῦμαι
- ἀποδιοπομπέομαιescort out ofpres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀποδιοπομπέομαιescort out ofpres ind mid 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδιοπομπούμαι — ἀποδιοπομποῡμαι ( έομαι) (AM) (Μ κ. διοπομπώ) [διοπομπούμαι] 1. αποδιώχνω το κακό με εξιλαστήρια θυσία 2. αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek
αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek